Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Μάνα, μ' ακούς;



Για τη γιορτή της αθάνατης μητέρας






Στην κάθε μητέρα, Χρόνια Πολλά


Πίστευα πως με τον καιρό θα ξεχνούσα τον μεγάλο πόνο
της φυγής σου
Όχι εσένα, μάνα μου!
Εσύ δεν ξεχνιέσαι ποτέ!
Μα εμένα, που για πολύ καιρό είχα χαθεί μαζί σου
Κι ας λένε πολλοί για καιρό και γιατρό ή για μάτια
που δεν βλέπονται
Αυτά, μάνα μου, δεν έχουν για σένα ισχύ
Είναι μόνο μια παρηγοριά μικρή και φτηνή
Μια στάλα ακρόδακρο που δεν προλαβαίνει να φτάσει στη γη
Απ’ τον δικό σου πόνο λιώνει κι αυτό
Κι ανάβει την πίκρα, καίει καρδιά, νου και ψυχή
Και το κορμί γερνά σαν μια κορφή,
παραδομένο στου πόνου την ορμή... 

Η απουσία σου είναι κάτι πιότερο από αισθητή

Θαμπά κι απαισιόδοξα βλέπω τον κόσμο γύρα μου
Να είναι κουκλωμένος όπως το μωρό στα μωρόπανα
Αστήριχτος, χωρίς καμιά σκιά
Να μεγαλώνει ασυνήθιστα και γρήγορα
Και τα βήματά του, σαν γδούποι, βαριά να τραντάζουν
και να σκάφτουν τη γη...

Όλα γρήγορα γίνονται, μάνα μου!

Κι εγώ δεν προλαβαίνω τίποτα
Να, μοιάζει η ζωή σαν τρένο που όλο τρέχει
Μαύρο όπως ο καπνός του και άδειο
Μόνο που σφυρίζει τόσο απαίσια που σηκώνει την τρίχα
Να φτάνει στ’ αφτιά μου ο ήχος σαν μαύρης καμπάνας φωνή
Ίδια μ’ εκείνη όταν έφευγες εσύ
Πόσο γρήγορα γίνονται, μάνα μου, όλα!

Ξέρεις, όλα τα πουλιά πετούν τα μωρά τους όταν νιώθουν ότι

είναι άχρηστα και λειψά
Δεν τ’ αφήνουν να μεγαλώσουν και μετά να τα σκοτώσουν
Κι αν αυτά προσπαθήσουν να σηκώσουν τα αγένωτα φτερά τους
Πάλι τα ξαναγκρεμίζουν και τα πεθαίνουν
Κάτι υπέρτερο απ’ τη θεία φύση αγαθό
Και δείχνουν και μεγαλοπρέπεια και ρεαλισμό
Κάτι που από εμάς λείπει
Ή δεν δεχτήκαμε από μικροπρέπεια και εγωισμό αυτά τα προικιά της φύσης
Η πολυτέλεια της υπεροχής τα σκόρπισε όλα 
Για να γιομώσει, μάνα μου, η ζωή πιότερα αγκάθια
και που ποτέ δεν της λείψαν
Μόνο που παράγινε τώρα το κακό
Κι όπως παν τα πράγματα αυτά θα μείνουν μοναχά
Καταμόναχα. Με κοράκια ακατάδεχτα και μολυσμένα!
Ένας άλλος αφύσικος νόμος που ποτέ γι’ αυτόν δε μου μίλησες
Μου το ’κρυψες, δεν το σκέφτηκες ή δεν πρόλαβες, δεν ξέρω
Ξέρω όμως ότι μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
Η απουσία σου για μένα γίνεται πνιγμός αφύσικος και μεγάλος 
Και το κορμί μου αβάσταχτα βαρύ πάνω στα αδύναμα πόδια
πώς θα αντέξει;

Και να δεις πως πίστευα ότι με τον καιρό θα ξεχνούσα τον μεγάλο πόνο της φυγής σου

Που κόντεψα τότε να χαθώ και που δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω ως το τέλος να γλιτώσω
Και να μπω, αν μπορέσω, σ’ έναν δρόμο λιγοστό που απόμεινε
κι ανθρώπινο
Για να καταφέρω να ξεπεράσω τις μεγάλες δυσκολίες της ζωής...

Πέρασαν χρόνια από τότε που έφυγες

Και η ιστορία της συνειδητοποίησης άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου σαν αράχνη
Μ’ αρπαχτερά κι ολοζώντανα χταπόδια, πιασμένα στους ιστούς της
Μ’ ένα λαβύρινθο σκοτεινό, αδιέξοδο και κρύο
και να τρέχω να πιάνω συχνά την κλωστή της Αριάδνης
που όλο χάνεται στα ανθρώπινα σκοτάδια που ξεπερνούν το χάος
Εκεί τάχθηκε να παίξω κι εγώ ένα ρόλο
Πιάνοντας κάθε φορά την άυλη κλωστή χωρίς αρχή και τέλος...

Μάνα! Μ’ ακούς; Όλα έχουν αλλάξει

Δυσκολίες, στενοχώριες, βάσανα και αυτά ακόμα άλλαξαν
Ένας χωρίς τέλος μεγάλος ανήφορος σαν εκείνον του Χριστού
Χωρίς Γραμματείς και Φαρισαίους
Αυτοί παραμεριστήκανε ή ξεχαστήκανε με το πέρασμα
του χρόνου
Κι εμείς, χωρίς να το καταλάβουμε, κληρονομήσαμε άλλους της δικιάς μας εποχής
Κι είναι πιο σκληροί, αδίστακτοι και μοχθηροί
Λες κι όταν έφυγες τους άφησες μια κατάρα
Απ’ την μεγάλη τους απονιά που γεύτηκες...

Μ’ ακούς, μάνα; Μ’ ακούς; Ακούς τι νιώθω;

Κάτι που πρώτα δεν ένιωθα
Στην παύση σου έπαψε το άρωμα των λουλουδιών
και των πουλιών οι μελωδίες σπάνιες, άμεστες και λιτές
Ο άνεμος παράξενος μ’ άθλιες μυρουδιές
Χλωμός ο ήλιος, μα καίει ανάρμοστα
Και το φεγγάρι σαν το κοιτώ θαρρώ πως είναι ξένο
Και όλα τα αστέρια που τις νύχτες πέφταν στην ποδιά σου
και υμνούσαν μαζί τη ζωή κι εσένα
Ο Θεός, ο ουρανός κι η γη
Πνίγονται τώρα στη δικιά τους λησμονιά και σιγή...

Μ’ ακούς, μάνα μου;

Ω εσύ, στύλε της ζωής και στύλε της ψυχής!
Και να δεις σήμερα που γιορτάζεις!
Εδώ μπροστά σου βρίσκομαι, γονατιστός, σου δίνω αναφορά  
Δεν θέλω να ’χω από σένα μυστικά, θέλω να τα ξέρεις όλα
Κι έλα, σε παρακαλώ, απόψε στ’ όνειρό μου
Δώσ’ μου μια συμβουλή ή άσε μου ένα μήνυμα λίγο να ξαλαφρώσω...

Και σου ’φερα, μανούλα μου, βασιλικό

κι απ’ την τριανταφυλλιά που φύτεψες εσύ,
δυο άσπρα τριαντάφυλλα βρεγμένα με δυο δάκρυα
Μαράγκιασαν τα μάτια μου, στέγνωσαν τα πηγάδια
Δυο δάκρυα όμως δέξου τα κι ας είναι απ’ τα στερνά...

 Β. Φ.
πηγή: fatsimare.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου