Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα - Τότε και σήμερα...
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα στο χωριό. Θάμουν δε θάμουν πέντε χρονών τότε, δεν είχα έρθει ακόμα στην Αθήνα και περιμέναμε πως και πως αυτές τις γιορτινές μέρες.
Θυμάμαι εκείνα τα Χριστούγεννα. Τότε που οι παιδικές μας ψυχές ήταν αγνές και πιστεύαμε τα παραμύθια. Τότε που βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα και μαζευόμαστε μετά όλα τα πιτσιρίκια να δούμε ποιος μάζεψε τις περισσότερες "κοκόσιες" (καρύδια). Τότε που περιμέναμε να σφαχτεί το γουρούνι για να γευτούμε τις πεντανόστιμες "τσιγαρίδες" και κρεμόμαστε πάνω από τη γάστρα μέχρι να ψηθεί τ΄ αφράτο Χριστόψωμο. Τότε που στολίζαμε την κορφάδα του έλατου που είχε κόψει κάποιος μεγάλος και την είχε φέρει στο σπίτι, με χρωματιστά καραμελλοχαρτάκια και στεκόμαστε την παραμονή στο παραθύρι για να δούμε το αστέρι των Μάγων στον ουρανό. Τότε που γυρίζαμε στα σπίτια όσων γιόρταζαν για να κεραστούμε ένα λουκουμάκι ή κανά δυο καραμελλίτσες. Τότε που μας σήκωνε η μάνα τ΄ άγρια χαράματα και μέσα στο χιόνι πηγαίναμε στην εκκλησία, προσπαθώντας μέσα στο βουητό τ΄ αγέρα ν΄ ακούσουμε το "ωσαννά εν τοις υψίστοις".
Τότε που ο κόσμος ήταν πάντα όμορφος στα παιδικά μας μάτια και περιμέναμε να δούμε τον πατέρα να προβάλλει στην πόρτα του σπιτιού, ερχόμενος από την ξενιτιά (έτσι αποκαλούσαμε την Αθήνα) και τρέχαμε στην αγκαλιά του να πάρουμε ένα γλυκό, μια σοκολάτα, ένα δωράκι, να χαρούμε τον ερχομό του.
Τότε που χαιρόμαστε και αισθανόμαστε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με όλη την οικογένεια μαζεμένη κι απολαμβάναμε το κρέας (που δεν ήταν καθημερινό), τις πίτες και το μυρωδάτο Χριστόψωμο.
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα στο χωριό, τόσο μακρινά από το σήμερα. Τόσο διαφορετικά που φαντάζουν σαν όμορφο, μαγευτικό παραμύθι...
195 χρόνια " Άγια Νύχτα"
Παραμονή Χριστουγέννων. Σ΄ όλο τον κόσμο, τα παιδάκια τραγουδούν στη μητρική τους γλώσσα την γλυκιά μελωδία " Ω στίλε ναχτ, χάιλιγκε ναχτ" (Ω νύχτα ήρεμη, νύχτα ιερή). Από τις καλύβες της Βραζιλίας ως τη χώρα των Εσκιμώων, από τους μαύρους της Αμερικής ως τους Ιθαγενείς της Γης του Πυρός, σε οποιοδήποτε δόγμα της χριστιανικής πίστης κι αν ανήκουν. Κι όλα τα παιδάκια, ακόμα και οι μεγάλοι, αν τους ρωτήσετε θα σας πουν ότι το τραγούδι αυτό είναι δικό τους, από τον τόπο τους, αφού τραγουδιέται από πατέρα σε γιο, από παππού σε εγγόνι.
Φέτος συμπληρώνονται 195 ακριβώς χρόνια από την ημέρα που πρωτακούστηκε η αγαπημένη μελωδία που συντροφεύει τα Χριστούγεννα όλου του κόσμου. Ήταν 24 Δεκεμβρίου του 1818, σ΄ ένα μικρό ταπεινό εκκλησάκι της Αυστρίας.
Ένα "Χριστουγεννιάτικο παραμύθι" είναι η ιστορία της "Άγιας Νύχτας", της μελωδίας αυτής, που ενώνει εχθρούς και φίλους...
Στο χωριουδάκι Χόχμπουργκ της Άνω Αυστρίας ζούσε στις αρχές του προπερασμένου αιώνα η εργατική οικογένεια του αρχιμάστορα υφαντή Φραντς Ξάβερ Γκρούμπερ. Ο πατέρας ήθελε να γίνει κι ο γιος του, ο Φραντς, ο πρώτος υφαντής του χωριού. Αλλά ο Φραντς από μικρός προτιμούσε το αρμόνιο της εκκλησίας, παρά τον αργαλειό του σπιτιού. Τελικά έγινε δάσκαλος στο χωριό του, αλλά επειδή εκεί δεν σήκωνε δεύτερο μαέστρο στο εκκλησιαστικό όργανο, πήγαινε τις Κυριακές και τις γιορτές στο γειτονικό χωριό, το Όμπεντορφ.
Εκεί ο παπάς του χωριού, Γιόζεφ Μόορ, ήταν ένας φανατικός μουσικός. Έτσι άφηνε ώρες ολόκληρες τον Φραντς να παίζει στο αρμόνιο της εκκλησίας. - Το χωριό του παπά Γιόζεφ ανήκε ως τα 1815 στη Βαυαρία. Το Συνέδριο της Βιέννης ευθυγράμμισε τα σύνορα Αυστρίας/Βαυαρίας κι έτσι το χωριό Όμπεντορφ, μαζί με την περιφέρεια του Σάλτσμπουργκ προσαρτήθηκαν στην Αυστρία. Αν δεν γινόταν αυτό, ο Φραντς θα ήθελε διαβατήριο για το γειτονικό χωριό του παπά Γιόζεφ. Κι ίσως αν δεν πήγαινε (το πιο πιθανό) δε θα δημιουργούνταν ποτέ η μελωδία αυτή, που μέσα σε λίγα χρόνια διαδόθηκε κατ΄ αρχάς σ΄ όλο το γερμανόφωνο χώρο, μετά σ΄ όλη την Ευρώπη και την Αμερική.
Ήταν 23 Δεκεμβρίου 1818. Το αρμόνιο του Αη Νικόλα του Όμπεντορφ βουβάθηκε ξαφνικά. - Υπάρχουν πολλοί μύθοι για την ανάγκη που έσπρωξε τον παπά Γιόζεφ να βάλει τη μελωδία αυτή στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Ο πιο διαδεδομένος θέλει ποντίκια να τρώνε το όργανο της εκκλησίας και μπροστά στον κίνδυνο να μην γίνει η λειτουργία, ο παπάς έβαλε τη χορωδία να τραγουδήσει την "Άγια Νύχτα". Κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως η υγρασία από τον παρακείμενο στο χωριό, ποταμό Σάλζαχ, σκεύρωσε το εκκλησιαστικό όργανο, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν πως ο παπάς θέλησε να βάλει μια νέα μελωδία στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, αφού όπως είπαμε, η αγάπη του για τη μουσική ήταν μεγάλη. Μόνο αέρας έβγαινε από τις σχισμές των αυλών του (Ένα τραγούδι της αγάπης κατακτά τον κόσμο, Έμιλ Κόσακ). Κι αύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων, Άγια Νύχτα. Ο πιο ξακουστός μάστορας για τέτοιες επισκευές, ο Καρλ Μάουραχερ κάθεται μια μέρα μακριά από το Όμπεντορφ, αποκλεισμένος τέτοια εποχή από τα χιόνια, σε μια κοιλάδα του Τυρόλο. Αλλά Άγια Νύχτα χωρίς μουσική σ΄ ένα αυστριακό χωριό, είναι μεγάλη ασέβεια για τους καθολικούς κατοίκους. Πάει ο παπά Γιόζεφ στον Φραντς και του λέει:
Άρπαξε την κιθάρα σου Φραντς και σκάρωσέ μου στα γρήγορα ένα τραγούδι. Καταλαβαίνεις. Ένα τραγούδι που να πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά. Ένα τραγούδι, που να είναι άξιο της "ήρεμης, της άγιας νύχτας" της αυριανής.
Ήρεμη, άγια νύχτα, ψιθύρισε ο Φραντς, ανοίγοντας τα μεγάλα του μάτια, σα να τον άγγιξε με το φτερό του ένας άγγελος.Λοιπόν, παπά Γιόζεφ, τα λόγια τα έχουμε ήδη.
Όλη τη νύχτα οι δυο τους ξενύχτησαν. Ο παπά Γιόζεφ έφτιαξε το κείμενο (κατ΄ άλλους, τους στίχους τους είχε γραμμένους από το 1816) κι ο Φραντς με την κιθάρα του συνέθεσε τη μελωδία για να εκτελεστεί ο ύμνος από την χορωδία του χωριού. "Για μια μέρα το χρειαζόμαστε το τραγούδι. Και καλό να μην είναι, καλύτερα από το τίποτα", είπαν και πήγαν ν΄ αναπαυθούν για λίγες ώρες.
Αλλά το τραγούδι ήταν καλό.
Μια πρόχειρα συγκροτημένη χορωδία από χωριατόπουλα, τραγούδησε τη "Στίλε Ναχτ" γλυκά και με τη βαθιά ευλάβεια των χωρικών.
Οι απλοί άνθρωποι στην εκκλησία συγκινήθηκαν τόσο πολύ από την πρωτάκουστη μελωδία, ώστε - πρωτοφανές αυτό στα χρονικά της εκκλησούλας τους - χειροκρότησαν με τις χερούκλες τους τους μικρούς τραγουδιστές, τον πάτερ Γιόζεφ που έγραψε το κείμενο και πιο πολύ απ΄ όλους τον Φραντς Γκρούμπερ, τον συνθέτη του τραγουδιού της αγάπης που κατέκτησε τον κόσμο.
Ήταν 24 Δεκεμβρίου 1818. Πριν από 195 χρόνια...
Η διάδοση της Μελωδίας ήταν ταχύτατη, αν υπολογίσουμε πως ο στιχουργός της δεν ήταν, παρά ένας παπάς ενός μικρού χωριού, ο συνθέτης ήταν άγνωστος πέρα από την περιοχή του, παγκόσμια...πρεμιέρα του έργου δεν έγινε και φυσικά δεν υπήρχαν Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας.
Σήμερα η "Άγια Νύχτα" τραγουδιέται σε 300 γλώσσες, από παιδιά σε σχολικές αίθουσες μέχρι από διάσημους μουσικούς σε αίθουσες κονσέρτων.
Το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Όμπεντορφ, όπου πρωτακούστηκε η μελωδία, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα κατεδαφίστηκε, μετά από μεγάλες ζημιές που υπέστη εξαιτίας πλημμυρών του ποταμού Σάλζαχ. Ξαναχτίστηκε αργότερα και κάθε χρόνο, στις 24 Δεκεμβρίου, δυο τραγουδιστές και η χορωδία στέκονται στο ίδιο μέρος (όπου στάθηκαν πριν 195 χρόνια οι Γκρούμπερ και Μόορ με τη δική τους χορωδία) για να τραγουδήσουν στις 12.00΄ ακριβώς: Άγια Νύχτα σε προσμένουν με χαρά οι Χριστιανοί...
Η Παναγία κι ο Αβραάμ
Το βράδυ εκείνο το παγερό, ο Αβραάμ δεν άλλαξε την συνήθειά του. Με το ραβδί του συντροφιά, τράβηξε πάλι για το δέντρο του. Αρκετά μακριά για τα γερασμένα του πόδια, όμως η αγάπη του για το δεντρί αυτό, το μοναχό στη μέση της ερήμου, ήταν τόσο μεγάλη, που του έδινε δύναμη και κουράγιο για να φτάσει.
Χαιρότανε να κάθεται σ΄ αυτό το δεντρί και ν΄ ακουμπά στον καφετί κορμό του, να δροσίζεται στη σκιά του το καλοκαίρι και να μετρά τ΄ αγέρα τα σφυρίγματα στα κλαδιά του τον χειμώνα, όπως καλή ώρα απόψε. Γλύκαινε η ψυχή του σ΄ αυτή τη μοναξιά που ζούσε κι ανέβαινε γαληνεμένη να υμνήσει και να προσκυνήσει το μεγαλείο του Θεού του.
Μα τούτη τη βραδιά, κάτι άλλαξε. Μια σκιά του απέσπασε την προσοχή. Η σκιά μιας μοναχικής γυναίκας. Σέρνει τα πόδια της και τη βαριά κοιλιά της στην άμμο. Είναι μια ετοιμόγεννη, μια μελλούμενη μάνα.
Καλώς τηνε και κάτσε στο δεντρί να ξαποστάσεις καλοκυρά μου, πετάχτηκε απάνω ο σεβάσμιος γέροντας. Και πως τέτοια ώρα μ΄ αυτόν τον παλιόκαιρο και στην ανάγκη σου να βρίσκεσαι στη στράτα κατάμονη;
Να, σαν είδα να σώνονται οι μέρες μου, είπα να πάω σε μια συγγένισσά μου κατά δω, να μου σταθεί εκειές τις ώρες, χαμογέλασε η γυναίκα.
Ο Αβραάμ τα ΄χασε.
Και τι να κάμω τώρα, αναρωτήθηκε φωναχτά. Μακριά είναι το κονάκι μου για να ΄ρθεις μαζί μου, έτσι που είσαι. Μα και πως να σε αφήσω μονάχη στην παγωνιά της νύχτας; Πουρνό - πουρνό θα έρθω να σου φέρω φρέσκο ψωμί που ζύμωσε η Σάρα και γάλα από την κατσίκα μας, να στηλωθείς να κινήσεις για την συγγένισσά σου. Μέχρι το πρωί όμως τι γίνεται;
Δεν πρόφτασε ν΄ αποσώσει τα λόγια του και θαύμα ολοφάνερο, σαν από Θεού πρόσταγμα, τινάζει τα κλαδιά του το δεντρί και στη στιγμή στήνει μια χορταροκαλύβα.
Εδώ θα κοιμηθείς να μη σε φάει τ΄ αγιάζι, ψιθύρισε ο γέροντας. Κι αν πεινάς, κάνε υπομονή. Θα ΄ρθω πρωί - πρωί, με το χάραμα.
Καλός που είσαι Αβραάμ, είπε η γυναίκα. Μα εγώ θα στο ξεπληρώσω, θα το δεις. Αυτό το δέντρο θα το βλογήσω και συ θα κόψεις ένα κλαδάκι να το πας στη Σάρα να φτιάξει φυλαχτό στο γιο σου τον Ισαάκ.
Ξαφνιάστηκε ο Αβραάμ.
Πως ξέρεις τ΄ όνομά μου; Και τον γιο μου πως ξέρεις ότι τον λένε Ισαάκ;
Χαμογέλασε η γυναίκα.
Δε με θυμάσαι Αβραάμ, όμως παλιότερα είχαμε ξανασυναντηθεί.
Κοίταξε απορημένος ο Αβραάμ τη γυναίκα. Τι του έλεγε; Που είχαν συναντηθεί και δεν τη θυμόταν; Και πως θα ευλογούσε το δέντρο;
Γύρισε και πήρε το δρόμο για το κονάκι του σκεφτικός...
Νύχτα ακόμα, όπως είχε πει, σηκώθηκε, ντύθηκε, γέμισε το σακούλι του ψωμί κι ελιές, πήρε ένα φλασκάκι με γάλα και με συντροφιά το ραβδί του βγήκε πάλι από το καλύβι του. Η άγνωστη γυναίκα περίμενε, έπρεπε να φάει, να δυναμώσει για να πάρει το δρόμο της.
Φτάνοντας ο Αβραάμ και με τις σκέψεις να τον βασανίζουν ακόμα για το ποια είναι η γυναίκα και δεν τη θυμάται, σάστισε. Πουθενά καλύβι, πουθενά γυναίκα, μονάχα το δέντρο είχε πετάξει νέους βλαστούς κι έστεκε καταπράσινο και γεμάτο λουλουδάκια εκεί στο καταχείμωνο.
Χριστέ μου, κάνει ο Αβραάμ. Η Παναγία μας ήταν. Να μην το καταλάβω, σιγοψιθύρισε κι έκανε το σταυρό του.
Προσκύνησε το βλογημένο δέντρο κι έσπασε ένα κλαδάκι, όπως του είπε η Παναγία και το πήγε στη Σάρα, η οποία έφτιαξε ένα σταυρουδάκι και το κρέμασε στο λαιμό του γιου της, να τον φυλάει η Χάρη Του...
Κι όλες οι μάνες κι οι γιαγιάδες του κόσμου, από τότε γυρεύουν ένα ξυλαράκι από το ευλογημένο δέντρο του Αβραάμ να φτιάξουν φυλαχτά για τα παιδόγγονά τους.
Κανείς όμως δε μπορεί να θυμηθεί που και πως είναι αυτό το ευλογημένο δεντρί, ούτε ακόμα κι αυτοί οι Ζακυνθινοί που διηγούνται τούτο τον θρύλο...

Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας
- Ολόβολη μια κερασιά ξερίζωσε ο Θανάσης.
- Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
- Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
- Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
- Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
- Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
- Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
- Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
- Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
- Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
- Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβήστο.
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
και τι καιρός θα κάνει.
- Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
- Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
- Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
- Να ζας και συ Πατέρα!
Κώστας Κρυστάλλης
1868 - 1894
Οι μέρες των Χριστουγέννων φέρνουν μαζί τους μια ατμόσφαιρα παραμυθιού. Έρχονται να ξυπνήσουν μέσα μας όλη την ποίηση της καλοσύνης και της αγάπης. Σε κάνουν να θυμάσαι εκείνα που έζησες μικρός, εκείνα που άκουσες κι εκείνα που διάβασες στα βιβλία με τις τρυφερές ιστορίες και τις όμορφες εικόνες. Σε κάνουν να ονειρεύεσαι και γεμίζουν την ψυχή σου φως, όπως οι ώρες των παραμυθιών της γιαγιάς γύρω στο τζάκι. Σε μεταφέρουν πίσω στ' άσπρα χωριουδάκια με τα πολλά χιόνια και τα μικρά καμπαναριά. Σ' αυτό το βιβλικό αλλά και γνήσιο Ελληνικό χριστουγεννιάτικο τοπίο, μας οδηγεί με τους στίχους του ο Π. Βασιλικός:
"...Μεσ' στην αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό, ψιλό το χιόνι
γύρω στην άσπρη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ' ένα βέλασμα προβάτου.
Λες κι απλωμένη σιγαλιά 
είν' εκεί ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου περ' απ' το βουνό
γλυκός σημάντρου αχός γροικιέται,
ωσάν βαθειά απ' τον ουρανό
μέσα στην νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλάει τερπνά, τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση
και το χωριό γλυκοξυπνά
την άγια μέρα να γιορτάσει..."
Ο  Κωστής Παλαμάς υμνεί με τους στίχους του τους γλυκούς ήχους της καμπάνας των Χριστουγέννων:
"...Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει
και μου φτερώνει την ψυχή
κι ανοίγεται η καρδιά μου και σκορπάει 
θυμίαμα και προσευχή.
Άγιες αγάπες τρισευλογημένες,
που τις καρδιές υψώνατε παρθένες,
των πρώτων, των αρχαίων χριστιανών,
στ' όνειρο το τρανό των ουρανών.
Αγάπες, ω! φανείτε πάλι εμπρός μου, 
αυγές της πίστης, χρυσαυγές του κόσμου,
κι ας βλέπει με το μάγο Σα το φως.
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός!
Ο Κ. Κρυστάλλης με το δικό του τρόπο μας μεταφέρει στην άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη, "που οι εκκλησίες σημαίνουν".
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ' το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ' το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι αγγέλοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ' οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες' απ' τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ' ασυγνέφιαστα τα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π' αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται, 
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες. Στη ματιά τους
λάμπ' η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
Και ο Γεράσιμος Μαρκοράς παρομοίωσε την πίστη των ανθρώπων με τα άστρο της Βηθλεέμ και έκανε μια ευχή. 
Είναι μέρα χαρμόσυνη τούτη·
εγεννήθη του κόσμου το φως.
Χαίρετ' όποιος μεγάλα έχει πλούτη,
τραγουδάει και χορεύει ο φτωχός.

Τα παιδιά με ανυπόμονους κρότους
την καινούρια ζητούν φορεσιά,
πούχαν φτάσει να ιδούν στ' όνειρό τους,
πούχε η μάνα ετοιμάσει γι' αυτά.

Χαίροντ' όλοι - τo βλέπω - αλλ' εσβήστη
από κρύα παγωμένη πνοή
στίς ψυχές των ανθρώπων η Πίστη,
κ' είναι τώρα η χαρά τους τυφλή.

Στα σκοτάδια του κόσμου μια μέρα
πάλι εκείνη σαν τ' άστρο ας φανεί,
που τους Μάγους οδήγησε πέρα
να λατρέψουν το ουράνιο παιδί.
Ποιητής του μεσοπόλεμου ο Στέφανος Μπολέτσης και από τους βασικούς συνεργάτες του χριστιανικού περιοδικού "Ακτίνες", ύμνησε κι αυτός αυτές τις άγιες μέρες.
Χριστούγεννα! Στον ουρανό λάμπει τ' αστέρι,
απ' όλα τ' αστέρια πιο λαμπρό,
τ' άστρο που μια φορά κι έναν καιρό
σκόρπισε φως σ' όλη τη γη, κι όλα τα μέρη.
Γιορτή χαράς απόψε! Αντηχούνε
χρυσές καμπάνες μες στα χιόνια των καιρών,
γλυκά μηνύματα πατρίδων φωτερών...
ρόδα και κρίνα στις πιστές καρδιές ανθούνε.
Χριστούγεννα. Στον ουρανό λάμπει τ' αστέρι,
τ' άστρο των μάγων λάμπει στις ψυχές.
Θεέ μου, οι ψυχές, ας γίνουν φάτνες ταπεινές,
φως ο Χριστός κι αγάπη να μας φέρει.
Ας λάμπουν ήλιοι μέσα στους χειμώνες,
να διώξουνε τα νέφη του βοριά.
Κι ας έρθει Απρίλης μέσα στα χιόνια τα βαριά,
κήποι ν΄ ανθήσουν κει που πέρασαν κυκλώνες.