Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Θρήνος της μάνας…
Ο Ιησούς ξεψύχησε στο ξύλο μαρτυρίου,
μια μάνα λιποθύμησε, η Μάνα του Κυρίου…
………………………………..

Πώς να το στρέψω πάνω σου Χριστέ μου εγώ το βλέμμα
να σ΄ αντικρύσω στο σταυρό με πληγωμένο σώμα
και πώς θ΄ αντέξει η καρδιά, να δει τ΄ Άγιό σου αίμα
καθώς ποτίζει καταγής το ξεραμένο χώμα;

Στα χέρια σου που γιάτρευαν καρφιά τώρα καρφώσαν
και σου φορέσαν στα μαλλιά στεφάνι απ΄ αγκάθια.
Μα κι αν σε πνίγει ο καημός κι η πίκρα που σου δώσαν
γαλήν΄ έχουν τα μάτια σου κι Αγάπη μεσ΄ στα βάθια.

Τι κι αν στο μέσο στους ληστές, οι άνομοι σε βάζουν
αρνούμενοι τα λόγια σου με κατηγόρια τόση;
Τι κι αν σε εμπαίζουν με κραυγές και με φωνές χλευάζουν
Θεός αν είναι ας κατεβεί, απ΄ το σταυρό ας γλυτώσει;

Εσύ σαν τ΄ άκακο αρνί χωρίς να φταις πληρώνεις,
εκεί ψηλά που κρέμεσαι, στα ξύλα καρφωμένος
και δίχως βόγγους χάνεσαι, δίχως λυγμούς τελειώνεις
για να σωθεί παντοτινά, τ΄ ανθρώπινο το γένος.

Περιγελώντας κι άκαρδα, ετούτο δω το δείλι
άπονα χέρια χτύπησαν, λόγχισαν τα πλευρά σου
και τώρα που φλογίζονται, τα διψασμένα χείλη
αντί νερό όξος δίνουνε για ύστατη χαρά σου.

Κι όμως εσύ ήρθες στη Γη για το καλό του Κόσμου.
Γιατί μ΄ αφήνεις μοναχή και έρημη παιδί μου;
Γιατί όλα αυτά τα πάθη σου; Δος μου κουράγιο δος μου,
σε βλέπω πάνω στο σταυρό, συντρίβεται η ψυχή μου.

Νάταν και να γινότανε, τη μαύρη τούτη ώρα,
αντί για σε παιδάκι μου να σταύρωναν εμένα
κι όλο το αίμα που κυλά μέσ΄ στο κορμί μου τώρα
σταλαγματιά σταλαγματιά, να έχυνα για σένα.

Πέφτω, θρηνώντας θάμπωσα, μπροστά σου γονατίζω,
φωτιά με καίει ο πόνος σου, δεν έχω πια κουράγιο
να αγκαλιάσω το σταυρό, θα σβήσω εδώ, λυγίζω,
στερνά νιώθω απάνω μου, το βλέμμα σου το Άγιο…
………………………
Έκλεισε τα μάτια του, έγειρε το κεφάλι,
τριγύρω όλα ΄σύχασαν, βγάζει φωνή μεγάλη
και λέει στον Παντοκράτορα, το μαύρο δείλι εκείνο:
Πατέρα μου στα χέρια σου, το Πνεύμα παραδίνω…
Αθανάσιος Στεργίου Λιάπης
Η απόφαση της καταδίκης του Ιησού Χριστού
Η απόφασις βάσει της οποίας κατεδικάσθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τον σταυρικόν θάνατον, παρέμεινε μέχρι το 1309 μ.Χ. τελείως άγνωστη. Το 1309, όμως εις την Άκουλαν της Ιταλίας ανευρέθη μέσα σε σιδερένιο κιβώτιο γραμμένη στα εβραϊκά. Το 1381 μετεφέρθη εις την Κωνσταντινούπολη επί των ημερών του Πατριάρχου Ιερεμίου. Μετεφράσθη δε από τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην Διονύσιον, κατά το έτος 1643. Η απόφασις έχει ως εξής:
Τω εβδόμω και δεκάτω Τιβερίου Καίσαρος, Βασιλέως Ρωμαίων, μονάρχου ανικήτου, Ολυμπιάδος διακοσιοστής πρώτης, Ηλιάδος ογδόης από κτίσεως κόσμου, κατά τον ημέτερον μερισμόν των Εβραίων τετρακισχίλια και εκατόν εβδομήκοντα τέσσαρα έτη και καταβολής των Ρωμαίων βασιλείας έτη εβδομήκοντα τρία και από της ελευθερίας της δουλωσύνης Βαβυλώνος έτη πεντακόσια εβδομήκοντα και καταστροφής του ιερού βασιλείου έτη ενενήκοντα και επτά, επί υπάτου του λαού των Ρωμαίων Λουκίου Ζιζονίου και Μάρκου Σεννίου και ανθυπάτου του Ιλλιρικού Παλιστέρα, κοινού διοικητού της χώρας των Ιουδαίων Κουίντου Φλαβίου, επί της διοικήσεως Ιερουσαλήμ ηγεμόνος κρατίστου Ποντίου Πιλάτου, επιστάτου της κάτω Γαλιλαίας Ηρώδου του Αντιπάτρου, της άκρας αρχιερωσύνης Άννα και Καϊάφα Αλλιάσου και Ματίλ μεγιστάνων εις τον ναόν, Ραμπάλ Αμαμπέλ Πιοκτένου εκατοντάρχου, υπάτου Ρωμαίων της πόλεως Ιερουσαλήμ Σουμπιμασαξίου Ποπιλίου Ρούφου.
Εγώ Πόντιος Πιλάτος, ηγεμών διά της βασιλείας των Ρωμαίων, επί του Πραιτωρίου της αρχιηγεμονίας, κρίνω και κατακρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον σταυρικόν τον Ιησούν λεγόμενον υπό του πλήθους Χριστόν, και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώτη κατά τον Νόμον του Μωσαϊκού και εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Ρωμαίων Τιβερίου Καίσαρος και ορίζω και αποφαίνομαι τον θάνατον αυτού σταυρικόν μετά των άλλων κατά το σύνηθες των καταδίκων επεί συνοίθρησεν αυτός πλήθος ανθρώπων και φτωχών, ούκ έπαυσε θορύβους εγείρων ενοχλείν την Ιουδαίαν ποιών εαυτόν Υιόν Θεού και βασιλέα της Ιερουσαλήμ, απειλών φθοράν της Ιερουσαλήμ και του Ιερού Ναού απαρνούμενος τον φόρον του Καίσαρος και τολμήσας εισελθείν μετά βαΐων θριαμβευτής και πλείστου όχλου ώσπερ τις Ρηξ εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ ως τον Ι. Ναόν και διορίζομεν τον ημέτερον πρώτον εκατόνταρχον Κουίντον Κορνήλιον περιάξαι τούτον παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον μαστιζόμενον και ενδεδυμένον πορφύραν, εστεφανωμένον ακανθίνω στεφάνω και βαστάζοντα τον ίδιον σταυρόν επί ώμου αυτού ίνα ή παράδειγμα τοις άλλοις και πάσι τοις κακοποιοίς μεθ’ ου βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς και εξέρχεσθαι διά της πύλης Γιαμπαρόλας, της νυν Αντωνιανής αναχθήναι δε Αυτόν τον Χριστόν παρρησία επί το όρος των κακούργων ονόματι Κολβάριον, ούτινος σταυρωθέντος μείναι το σώμα εν τω σταυρώ εις κοινόν θεώρημα πάντων των κακούργων και άνω του σταυρού τίτλου τεθήναι γεγραμμένου τρισί γλώσσας τον
ΙΗΣΟΥΣ ΑΛΟΝ Ο ΙΛΗΣ ΙΟΔΑΜ ( Εβραϊστί) 
ΙΗΣΟΥΣ Ο ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ( Ελληνιστί) 
ΙΕΖΟΥΣ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥΣ ΡΕΞ ΙΟΥΔΑΙΟΡΟΥΜ ( Ρωμαϊστί)
Ορίζομεν ούν μηδένα των ηστινοσούν τάξεις και ποιότητος τολμήσαι απερισκέπτως την τοιαύτην εμποδίσαι δίκην, ως υπ΄ εμού ωρισμένην μετά πάσης σεμνότητος εις ποινήν της αυτομολίας τούτου, Εβραίου όντος, κατά τα ψηφίσματα και τους Νόμους της των Ρωμαίων Βασιλείας.
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΗΜΕΤΕΡΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
- Από της φυλής Ισραήλ: Ρωδιέ, Δανιήλ, Ραμπινήλ, Ιονακείν, Μπανικάν, Ροτάμ, Ιουταβέλ, και Περκουλάμ.
- Από της Βασιλείας και ηγεμονίας Ρωμαίων: Λούκιος, Σεξτίλιος, και Μαξιμίλιος. 
- Από των Φαρισσαίων: Μπαρμπάς, Συμεών, και Μπονέλη. 
- Από των υπάτων και δικαστών των Ρωμαίων: Λούκιος, Μπαντάνης, και Μακαρόλας. 
- Από της αρχιερωσύνης: Ρωάν, Ιουάδους και Μπουκασόλης. 
- Νομικός δημόσιος από των εγκλημάτων των Εβραίων: Μπουτάν.