Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012


Ολοκαύτωμα Λιγκιάδων…

Στα πόδια του άργησε να σταθεί και να περπατήσει. Κλείνοντας τα τέσσερά του χρόνια έκανε τα πρώτα του βήματα. Όσοι συγγενείς είχαν απομείνει έλεγαν ότι έφταιγε το κακό. Μωρό πράμα, έμεινε μία ολόκληρη μέρα και νύχτα μέσα στο αίμα των εκτελεσμένων να ψάχνει να θηλάσει από το παγωμένο στήθος της νεκρής μάνας του. Έφταιγε, ίσως, και το τραύμα από την ξιφολόγχη που είχε διαπεράσει την πλάτη του, σχεδόν φθάνοντας στη σπονδυλική στήλη. Παρ΄ όλα αυτά επέζησε.
«Όλο το χωριό με προσέχει σαν να είμαι γυάλινος. Λες και φοβούνται ότι θα σπάσω σε κομμάτια. Με φροντίζουν, με προσέχουν, με χαιρετούν πρόσχαρα μικροί και μεγάλοι», λέει με καμάρι, αλλά και κάποια θλίψη. Ο κ. Παναγιώτης Μπαμπούσκας δεν έχει καθαρές μνήμες από το ολοκαύτωμα των Λιγκιάδων, στα Ιωάννινα. Ήταν μερικών μηνών βρέφος, όταν η φάλαγγα των μηχανοκίνητων γερμανικών διμοιριών χτύπησε το χωριό σε αντίποινα για τη δράση των αντάρτικων σωμάτων. Ήταν 3 Οκτώβρη 1943. Ημέρα Κυριακή…
Οι Γερμανοί κατέκαψαν τα λιγοστά σπίτια, τα υποστατικά και τις αποθήκες, άλλους έστησαν στο πλάτωμα, με την εκπληκτική θέα στον κάμπο και στη λίμνη των Ιωαννίνων, άλλους τους εκτέλεσαν μπροστά στα ανώφλια των σπιτιών ή μέσα στις κάμαρες και στα κατώγια. Από τους 96 που μέτρησαν με σπουδή οι κατακτητές γλίτωσαν τον θάνατο μόνο τέσσερις. Το βρέφος, μια νεαρή γυναίκα, που τα κορμιά των συγχωριανών της την κάλυψαν πέφτοντας την ώρα του πολυβολισμού και δύο 24χρονοι άνδρες που οι σφαίρες τους τραυμάτισαν επιπόλαια. Εξήντα επτά χρόνια μετά ο κ. Μπαμπούσκας είναι ο μόνος εν ζωή. Το μακελειό το γνωρίζει μόνο από τις διηγήσεις των μεγαλυτέρων, που «ευτυχώς για εκείνους και εμένα, που με έβγαλαν από τα αίματα και το φονικό, είχαν φύγει μερικές μέρες νωρίτερα για τη συγκομιδή των καρυδιών στις Καρυές». Αλλά και αυτοί δεν ήταν πολλοί. Μερικές ντουζίνες άνθρωποι, κυρίως μεσήλικοι και νεαροί άνδρες που βρήκαν επιστρέφοντας τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γεροντότερους σε λίμνες αίματος.
Ο πατέρας του δεν συνήλθε ποτέ από το σοκ. «Πέθανε από τη στενοχώρια του δύο χρόνια μετά». Το ορφανό παιδί ακολούθησε τη μοίρα των άλλων, ξεκληρισμένων οικογενειών. Πρώτα, εσωτερική μετανάστευση, στα Ιωάννινα, στο Νησί, στις Καρυές, δουλεύοντας τσοπανάκος στα κοπάδια των αιγοπροβάτων και των αγελάδων. Αργότερα, μετά το στρατιωτικό, στην Αθήνα, εργάτης κοντά τριάντα χρόνια στη Χαλυβουργική. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, γύρισε στο χωριό, που ακόμα επούλωνε τις πληγές του. «Μέχρι πρόσφατα υπήρχαν καλύβες και πέτρινα σπίτια εγκαταλειμμένα, με τα σημάδια από τη φωτιά και τη λεηλασία ακόμη ορατά. Γύρισαν πολλοί σιγά σιγά στον τόπο μας, το χωριό ξαναζωντάνεψε, άνοιξαν νέα νοικοκυριά, φτιάχτηκαν και τα κατεστραμμένα».
Τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1943 το αντάρτικο σώμα του ΕΔΕΣ με διοικητή τον Κώτσο Τόλη, στήνει οδοφράγματα στο δρόμο Ιωαννίνων – Πρέβεζας στην Κλεισούρα, όταν το στρατιωτικό όχημα που επιβαίνει ο αντισυνταγματάρχης της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Γιόζεφ Ζάλμινγκερ πέφτει πάνω στους στύλους και ανατρέπεται. Οι αντάρτες τον εκτελούν, όπως και τον υπασπιστή του, αγνοώντας την ταυτότητά του, πέραν του βαθμού του. Ο Ζάλμινγκερ είναι όμως ένας πολλάκις παρασημοφορημένος αξιωματικός του Ανατολικού Μετώπου, καθώς και ένας φανατικός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ένας «παλιός αγωνιστής», στη γλώσσα των ναζιστών και συνοδοιπόρος του Αδόλφου Χίτλερ από την εποχή του «πραξικοπήματος της μπιραρίας» στο Μόναχο.
Όταν η είδηση φτάνει στα Ιωάννινα, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της πόλης και της Μεραρχίας Χούμπερτ Λανς εκδίδει μια λιτή διαταγή: «Εκδικηθείτε την ειδεχθή δολοφονία με μια αμείλικτη επιχείρηση αντεκδίκησης σε ακτίνα 20 χιλιομέτρων από το σημείο τέλεσής της». Στην πραγματικότητα έχει ανασύρει από τα συρτάρια του το σχέδιο αντιανταρτικών επιχειρήσεων «Πάνθηρ», που έχει εκπονηθεί αρκετές εβδομάδες νωρίτερα.
Την επιχείρηση κατά των Λιγκιάδψβ αναλαμβάνει το 790 Εφεδρικό Τάγμα, με διοικητή, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τον λοχαγό Άλφρεντ Σρέπελ. Το γενικό πρόσταγμα ανήκει στον συνταγματάρχη Βάλτερ Στέτνερ. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου ξεκινά με καταιγισμό πυρών πυροβολικού και όλων, που προετοιμάζουν την άνοδο των καμιονιών, αργά το μεσημέρι, αλλά ελάχιστα πλήττουν το χωριό. Όταν οι Γερμανοί αποχωρούν όμως από το χωριό, ο απολογισμός είναι φρικτός: 92 νεκροί, μεταξύ των οποίων 34 παιδιά ηλικίας 6 μηνών ως 11 ετών, 37, κυρίως γυναίκες 30-64 ετών και 11 άνω των 70 ετών. Πλήρως κατεστραμμένα από τις φωτιές 43 σπίτια και 57 υποστατικά, στάβλοι και καλύβες.
Στα μεταπολεμικά χρόνια κανένας από τους υπαιτίους του εγκλήματος δεν παραπέμφθηκε σε δίκη και δεν τιμωρήθηκε. Στη μηνιαία αναφορά της Μεραρχίας προς το Γενικό Επιτελείο της Βέρμαχτ η επιχείρηση περιγράφτηκε τότε ως εξής: «Από το χωριό Λιγκιάδες και τα υψόμετρα 1015 και 1277 ασθενής αντίσταση του εχθρού. 50 (!) πολίτες εξοντώθηκαν, Οι Λιγκιάδες αποτεφρώθηκαν. Λάφυρα, 20 μουλάρια».
Το 2007 ο κ. Μπαμπούσκας ταξίδεψε μαζί με άλλους επιζήσαντες στη Γερμανία, προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου του Μονάχου σε ένα συνέδριο για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στην Ελλάδα. «Έρχονταν νέοι άνθρωποι, φοιτητές, μας αγκάλιαζαν, κάποιοι έκλαιγαν. Όταν πήραμε τον λόγο και μιλήσαμε για τους Λιγκιάδες, εγώ και ένας ακόμη συντοπίτης, μας χειροκρότησαν για ώρα πολλή». Δεν συμπάθησε τους βετεράνους του πολέμου ή τους συγγενείς τους. «Ήταν ψυχροί, απόμακροι. Στον κύκλο ομιλητών που ανήκαν βετεράνοι των κατοχικών στρατευμάτων όλοι καμώνονταν ότι δεν γνώριζαν, δεν είχαν ακούσει, βρίσκονταν μακριά από όλες τις σφαγές ή τις λεηλασίες». Ο δήμαρχος της πόλης Μίτενβαλντ Χέρμαν Ζάλμινγκερ, γιος του αντισυνταγματάρχη Καταδρομών Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, η εκτέλεση του οποίου από αντάρτες του ΕΔΕΣ θεωρείται η αφορμή για τα αντίποινα στους Λιγκιάδες, αρνήθηκε να δεχτεί την ελληνική αντιπροσωπεία: «Απάντησε ξερά και απότομα στους καθηγητές και στους φοιτητές που είχαν την ιδέα αυτής της συνάντησης, ότι δεν δέχεται Έλληνες», καταλήγει ο κ. Μπαμπούσκας…

 Από την εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου